- ἐξαναβαίνω
- ἐξ - ανα - βαίνω: only aor. 2 part., ἐξαναβᾶσαι, climbing up upon (out of the sea), Il. 24.97†.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
εξαναβαίνω — ἐξαναβαίνω (Α) ανεβαίνω από κάποιο τόπο σε άλλον που βρίσκεται ψηλότερα ή πιο μεσόγεια, τελειώνω την ανάβαση … Dictionary of Greek
υπεξαναβαίνω — Α 1. υποχωρώ αιφνίδια («φάσγανον ὀξὺ φέροντος ὑπεξαναβὰς ποδὶ Κάστωρ σκαιῷ», Θεόκρ.) 2. ανεβαίνω σιγά σιγά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ἐξαναβαίνω «ανεβαίνω σε κάποιον τόπο»] … Dictionary of Greek